- μέρμηγκας
- ο [μερμήγκι]βλ. μύρμηγκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέρμηγκας — ο το μερμήγκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέρμηγκας, Κωνσταντίνος — (Κάμπος Οιτύλου 1874 – Αθήνα 1942). Γιατρός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας επιστημονικών έργων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Το 1911 εξελέγη βουλευτής Λακωνίας και το 1922 έγινε καθηγητής χειρουργικής στο… … Dictionary of Greek
μύρμηγκας — και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας) μυρμήγκι νεοελλ. μεγάλο μυρμήγκι μσν. στον πληθ. oἱ μύρμηγκες η ελμινθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
Морея — Карта средневекового Пелопоннеса и его основаная топонимика Морея (греч … Википедия
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
πόντικας — ο, Ν μεγεθ. τού ποντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. ρουθούνι: ρούθουνας, μερμήγκι: μέρμηγκας)] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — το μικροσκοπικό υμενόπτερο έντομο, το μερμήγκι, ο μέρμηγκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)